- κεράσει
- κεράννυμιmixaor subj act 3rd sg (epic)κεράννυμιmixfut ind mid 2nd sgκεράννυμιmixfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφίλευτος — η, ο [φιλεύω] 1. αυτός που δεν τον έχουν φιλέψει ή κεράσει 2. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φιλοξενήσει … Dictionary of Greek